Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡρολόγος
ὡρόμαντις
ὡρομέδων
ὡρονομέω
ὡρονομικός
ὡρονόμος
ὧρος
Ὧρος
Ὦρος
ὦρος
ὦρος2
ὡροσκοπεῖον
ὡροσκοπέω
ὡροσκόπησις
ὡροσκοπία
ὡροσκοπικός
ὡροσκόπος
ὡροτρόφος
ὤρυγγες
ὠρυδόν
ὠρυθμός
View word page
ὦρος2
Dor. > ὅρος
ShortDef
Oros, warrior in Homer
sleep ( > ἄωρος)
Dor. > ὅρος
Debugging
Headword:
ὦρος2
Headword (normalized):
ὦρος
Headword (normalized/stripped):
ωρος2
IDX:
98467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98468
Key:
Data
{'content': 'Dor. > ὅρος'}