Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὡρολόγιον
ὡρολόγος
ὡρόμαντις
ὡρομέδων
ὡρονομέω
ὡρονομικός
ὡρονόμος
ὧρος
Ὧρος
Ὦρος
ὦρος
ὦρος2
ὡροσκοπεῖον
ὡροσκοπέω
ὡροσκόπησις
ὡροσκοπία
ὡροσκοπικός
ὡροσκόπος
ὡροτρόφος
ὤρυγγες
ὠρυδόν
View word page
ὦρος
sleep ( > ἄωρος)

ShortDef

Oros, warrior in Homer
sleep ( > ἄωρος)
Dor. > ὅρος

Debugging

Headword:
ὦρος
Headword (normalized):
ὦρος
Headword (normalized/stripped):
ωρος
IDX:
98466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98467
Key:

Data

{'content': 'sleep ( > ἄωρος)'}