Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὡρολογικός
ὡρολόγιον
ὡρολόγος
ὡρόμαντις
ὡρομέδων
ὡρονομέω
ὡρονομικός
ὡρονόμος
ὧρος
Ὧρος
Ὦρος
ὦρος
ὦρος2
ὡροσκοπεῖον
ὡροσκοπέω
ὡροσκόπησις
ὡροσκοπία
ὡροσκοπικός
ὡροσκόπος
ὡροτρόφος
ὤρυγγες
View word page
Ὦρος
Oros, warrior in Homer

ShortDef

Oros, warrior in Homer
sleep ( > ἄωρος)
Dor. > ὅρος

Debugging

Headword:
Ὦρος
Headword (normalized):
ὦρος
Headword (normalized/stripped):
ωρος
IDX:
98465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98466
Key:

Data

{'content': 'Oros, warrior in Homer'}