Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὡρολογητής
ὡρολογιάρχης
ὡρολογικός
ὡρολόγιον
ὡρολόγος
ὡρόμαντις
ὡρομέδων
ὡρονομέω
ὡρονομικός
ὡρονόμος
ὧρος
Ὧρος
Ὦρος
ὦρος
ὦρος2
ὡροσκοπεῖον
ὡροσκοπέω
ὡροσκόπησις
ὡροσκοπία
ὡροσκοπικός
ὡροσκόπος
View word page
ὧρος
a year

ShortDef

a year
Horus, Egyptian god

Debugging

Headword:
ὧρος
Headword (normalized):
ὧρος
Headword (normalized/stripped):
ωρος
IDX:
98463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98464
Key:

Data

{'content': 'a year'}