Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡροκράτωρ
ὡρολογέω
ὡρολογητής
ὡρολογιάρχης
ὡρολογικός
ὡρολόγιον
ὡρολόγος
ὡρόμαντις
ὡρομέδων
ὡρονομέω
ὡρονομικός
ὡρονόμος
ὧρος
Ὧρος
Ὦρος
ὦρος
ὦρος2
ὡροσκοπεῖον
ὡροσκοπέω
View word page
ὡρομέδων
ruling the seasons

ShortDef

ruling the seasons

Debugging

Headword:
ὡρομέδων
Headword (normalized):
ὡρομέδων
Headword (normalized/stripped):
ωρομεδων
IDX:
98459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98460
Key:

Data

{'content': 'ruling the seasons'}