Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡρόδεσμος
ὡροδρομέω
ὡροδρόμημα
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡροκράτωρ
ὡρολογέω
ὡρολογητής
ὡρολογιάρχης
ὡρολογικός
ὡρολόγιον
ὡρολόγος
ὡρόμαντις
ὡρομέδων
ὡρονομέω
ὡρονομικός
ὡρονόμος
ὧρος
Ὧρος
Ὦρος
ὦρος
View word page
ὡρολόγιον
an instrument for telling the time, a dial
ShortDef
an instrument for telling the time, a dial
Debugging
Headword:
ὡρολόγιον
Headword (normalized):
ὡρολόγιον
Headword (normalized/stripped):
ωρολογιον
IDX:
98456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98457
Key:
Data
{'content': 'an instrument for telling the time, a dial'}