Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
ὡρισμένως
ὡρίτης
Ὠρίων
ὡρογενής
ὡρογνωμονέω
ὡρογραφίαι
ὡρογράφος
ὡρόδεσμος
ὡροδρομέω
ὡροδρόμημα
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡροκράτωρ
ὡρολογέω
ὡρολογητής
ὡρολογιάρχης
ὡρολογικός
View word page
ὡρογράφος
writing history by seasons
ShortDef
writing history by seasons
Debugging
Headword:
ὡρογράφος
Headword (normalized):
ὡρογράφος
Headword (normalized/stripped):
ωρογραφος
IDX:
98445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98446
Key:
Data
{'content': 'writing history by seasons'}