Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
ὡρισμένως
ὡρίτης
Ὠρίων
ὡρογενής
ὡρογνωμονέω
ὡρογραφίαι
ὡρογράφος
ὡρόδεσμος
ὡροδρομέω
ὡροδρόμημα
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡροκράτωρ
ὡρολογέω
View word page
ὡρογενής
who preside over the several hours of the day
ShortDef
who preside over the several hours of the day
Debugging
Headword:
ὡρογενής
Headword (normalized):
ὡρογενής
Headword (normalized/stripped):
ωρογενης
IDX:
98442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98443
Key:
Data
{'content': 'who preside over the several hours of the day'}