Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
ὡρισμένως
ὡρίτης
Ὠρίων
ὡρογενής
ὡρογνωμονέω
ὡρογραφίαι
ὡρογράφος
ὡρόδεσμος
ὡροδρομέω
ὡροδρόμημα
ὡροθετέω
View word page
ὡρισμένως
definitely
ShortDef
definitely
Debugging
Headword:
ὡρισμένως
Headword (normalized):
ὡρισμένως
Headword (normalized/stripped):
ωρισμενως
IDX:
98439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98440
Key:
Data
{'content': 'definitely'}