Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
ὡρισμένως
ὡρίτης
Ὠρίων
ὡρογενής
ὡρογνωμονέω
ὡρογραφίαι
ὡρογράφος
ὡρόδεσμος
ὡροδρομέω
View word page
ὥριος
produced in season

ShortDef

produced in season

Debugging

Headword:
ὥριος
Headword (normalized):
ὥριος
Headword (normalized/stripped):
ωριος
IDX:
98437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98438
Key:

Data

{'content': 'produced in season'}