Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
ὡρισμένως
ὡρίτης
Ὠρίων
ὡρογενής
ὡρογνωμονέω
ὡρογραφίαι
ὡρογράφος
ὡρόδεσμος
View word page
ὤριος
nightly
ShortDef
nightly
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ὤριος
Headword (normalized):
ὤριος
Headword (normalized/stripped):
ωριος
IDX:
98436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98437
Key:
Data
{'content': 'nightly'}