Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
ὡρισμένως
ὡρίτης
Ὠρίων
ὡρογενής
ὡρογνωμονέω
ὡρογραφίαι
ὡρογράφος
View word page
ὡριόκαρπος
with ripe
ShortDef
with ripe
Debugging
Headword:
ὡριόκαρπος
Headword (normalized):
ὡριόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
ωριοκαρπος
IDX:
98435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98436
Key:
Data
{'content': 'with ripe'}