Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
ὡρισμένως
ὡρίτης
Ὠρίων
ὡρογενής
ὡρογνωμονέω
ὡρογραφίαι
View word page
ὡριμότης
ripeness, seasonableness

ShortDef

ripeness, seasonableness

Debugging

Headword:
ὡριμότης
Headword (normalized):
ὡριμότης
Headword (normalized/stripped):
ωριμοτης
IDX:
98434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98435
Key:

Data

{'content': 'ripeness, seasonableness'}