Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
ὡρισμένως
ὡρίτης
Ὠρίων
ὡρογενής
ὡρογνωμονέω
View word page
ὥριμος
ripe
ShortDef
ripe
Debugging
Headword:
ὥριμος
Headword (normalized):
ὥριμος
Headword (normalized/stripped):
ωριμος
IDX:
98433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98434
Key:
Data
{'content': 'ripe'}