Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
ὡρισμένως
ὡρίτης
Ὠρίων
View word page
ὡρικός
in one's prime, youthful, blooming

ShortDef

in one's prime, youthful, blooming

Debugging

Headword:
ὡρικός
Headword (normalized):
ὡρικός
Headword (normalized/stripped):
ωρικος
IDX:
98431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98432
Key:

Data

{'content': "in one's prime, youthful, blooming"}