Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
ὡρισμένως
ὡρίτης
View word page
ὡριαῖος
an hour long

ShortDef

an hour long

Debugging

Headword:
ὡριαῖος
Headword (normalized):
ὡριαῖος
Headword (normalized/stripped):
ωριαιος
IDX:
98430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98431
Key:

Data

{'content': 'an hour long'}