Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
ὡρισμένως
View word page
ὡρηφόρος
leading on the seasons

ShortDef

leading on the seasons

Debugging

Headword:
ὡρηφόρος
Headword (normalized):
ὡρηφόρος
Headword (normalized/stripped):
ωρηφορος
IDX:
98429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98430
Key:

Data

{'content': 'leading on the seasons'}