Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαιδία
ἀπαιδοτρίβητος
ἀπαιθαλόω
ἀπαίθομαι
ἀπαιθριάζω
ἀπαιθύσσομαι
ἀπαίνυμαι
ἀπαιολάω
ἀπαιολέω
ἀπαιόλη
ἀπαιόλημα
ἀπαίρω
ἄπαις
ἀπαίσιος
Ἀπαισός
ἀπαΐσσω
ἀπαισχύνομαι
ἀπαιτέω
ἀπαίτημα
ἀπαιτήσιμον
ἀπαίτησις
View word page
ἀπαιόλημα
fraud, cheating
ShortDef
fraud, cheating
Debugging
Headword:
ἀπαιόλημα
Headword (normalized):
ἀπαιόλημα
Headword (normalized/stripped):
απαιολημα
IDX:
9842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9843
Key:
Data
{'content': 'fraud, cheating'}