Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὤρανος
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
ὤριος
ὥριος
ὤριος2
View word page
ὥρη
season

ShortDef

season

Debugging

Headword:
ὥρη
Headword (normalized):
ὥρη
Headword (normalized/stripped):
ωρη
IDX:
98428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98429
Key:

Data

{'content': 'season'}