Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὤρανος
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
ὡριόκαρπος
View word page
ὠρεσίδουπος
making a din on the mountains
ShortDef
making a din on the mountains
Debugging
Headword:
ὠρεσίδουπος
Headword (normalized):
ὠρεσίδουπος
Headword (normalized/stripped):
ωρεσιδουπος
IDX:
98425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98426
Key:
Data
{'content': 'making a din on the mountains'}