Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡραιότης
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὤρανος
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
ὥριμος
ὡριμότης
View word page
Ὠρεός
Oreus
ShortDef
Oreus
Debugging
Headword:
Ὠρεός
Headword (normalized):
ὠρεός
Headword (normalized/stripped):
ωρεος
IDX:
98424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98425
Key:
Data
{'content': 'Oreus'}