Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὤρανος
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
ὡρικός
ὡριμαία
View word page
ὡρεῖον
horreum
ShortDef
horreum
Debugging
Headword:
ὡρεῖον
Headword (normalized):
ὡρεῖον
Headword (normalized/stripped):
ωρειον
IDX:
98422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98423
Key:
Data
{'content': 'horreum'}