Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὤρανος
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὡριαῖος
View word page
ὥρασι
in season, in good time

ShortDef

in season, in good time

Debugging

Headword:
ὥρασι
Headword (normalized):
ὥρασι
Headword (normalized/stripped):
ωρασι
IDX:
98420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98421
Key:

Data

{'content': 'in season, in good time'}