Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαίδευτος
ἀπαιδία
ἀπαιδοτρίβητος
ἀπαιθαλόω
ἀπαίθομαι
ἀπαιθριάζω
ἀπαιθύσσομαι
ἀπαίνυμαι
ἀπαιολάω
ἀπαιολέω
ἀπαιόλη
ἀπαιόλημα
ἀπαίρω
ἄπαις
ἀπαίσιος
Ἀπαισός
ἀπαΐσσω
ἀπαισχύνομαι
ἀπαιτέω
ἀπαίτημα
ἀπαιτήσιμον
View word page
ἀπαιόλη
cheating, fraud

ShortDef

cheating, fraud

Debugging

Headword:
ἀπαιόλη
Headword (normalized):
ἀπαιόλη
Headword (normalized/stripped):
απαιολη
IDX:
9841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9842
Key:

Data

{'content': 'cheating, fraud'}