Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὡραΐζω
ὡραιόκαρπος
ὡραιοκόμος
ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὤρανος
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
View word page
ὡρακιάω
to faint, swoon away

ShortDef

to faint, swoon away

Debugging

Headword:
ὡρακιάω
Headword (normalized):
ὡρακιάω
Headword (normalized/stripped):
ωρακιαω
IDX:
98417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98418
Key:

Data

{'content': 'to faint, swoon away'}