Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὧραι
ὡραΐζω
ὡραιόκαρπος
ὡραιοκόμος
ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὤρανος
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
View word page
ὡραϊστής
fop
ShortDef
fop
Debugging
Headword:
ὡραϊστής
Headword (normalized):
ὡραϊστής
Headword (normalized/stripped):
ωραιστης
IDX:
98416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98417
Key:
Data
{'content': 'fop'}