Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὥρα2
Ὧραι
ὡραΐζω
ὡραιόκαρπος
ὡραιοκόμος
ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὤρανος
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
Ὠρεός
ὠρεσίδουπος
View word page
ὡραϊσμός
adornment
ShortDef
adornment
Debugging
Headword:
ὡραϊσμός
Headword (normalized):
ὡραϊσμός
Headword (normalized/stripped):
ωραισμος
IDX:
98415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98416
Key:
Data
{'content': 'adornment'}