Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὥρα
ὤρα
ὥρα2
Ὧραι
ὡραΐζω
ὡραιόκαρπος
ὡραιοκόμος
ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὤρανος
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
ὡρεῖον
Ὠρείτης
View word page
ὡραῖος
produced at the right season (subst. ἡ ὡραία harvest time)
ShortDef
produced at the right season (subst. ἡ ὡραία harvest time)
Debugging
Headword:
ὡραῖος
Headword (normalized):
ὡραῖος
Headword (normalized/stripped):
ωραιος
IDX:
98413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98414
Key:
Data
{'content': 'produced at the right season (subst. ἡ ὡραία harvest time)'}