Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὧπερ
ὠπή
ὥρα
ὤρα
ὥρα2
Ὧραι
ὡραΐζω
ὡραιόκαρπος
ὡραιοκόμος
ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὤρανος
ὡράριθμος
ὥρασι
ὠρεῖον
View word page
ὡραιοπολέω
live with the young

ShortDef

live with the young

Debugging

Headword:
ὡραιοπολέω
Headword (normalized):
ὡραιοπολέω
Headword (normalized/stripped):
ωραιοπολεω
IDX:
98411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98412
Key:

Data

{'content': 'live with the young'}