Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠπάζομαι
ὧπερ
ὠπή
ὥρα
ὤρα
ὥρα2
Ὧραι
ὡραΐζω
ὡραιόκαρπος
ὡραιοκόμος
ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὤρανος
ὡράριθμος
ὥρασι
View word page
ὡραιόομαι
to be beautiful
ShortDef
to be beautiful
Debugging
Headword:
ὡραιόομαι
Headword (normalized):
ὡραιόομαι
Headword (normalized/stripped):
ωραιοομαι
IDX:
98410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98411
Key:
Data
{'content': 'to be beautiful'}