Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ᾠοφυλακέω
ὠπάζομαι
ὧπερ
ὠπή
ὥρα
ὤρα
ὥρα2
Ὧραι
ὡραΐζω
ὡραιόκαρπος
ὡραιοκόμος
ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
ὤρανος
ὡράριθμος
View word page
ὡραιοκόμος
studying dress
ShortDef
studying dress
Debugging
Headword:
ὡραιοκόμος
Headword (normalized):
ὡραιοκόμος
Headword (normalized/stripped):
ωραιοκομος
IDX:
98409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98410
Key:
Data
{'content': 'studying dress'}