Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ᾠοφορέω
ᾠοφόρος
ᾠοφυλακέω
ὠπάζομαι
ὧπερ
ὠπή
ὥρα
ὤρα
ὥρα2
Ὧραι
ὡραΐζω
ὡραιόκαρπος
ὡραιοκόμος
ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραϊσμός
ὡραϊστής
ὡρακιάω
View word page
ὡραΐζω
beautify, adorn

ShortDef

beautify, adorn

Debugging

Headword:
ὡραΐζω
Headword (normalized):
ὡραΐζω
Headword (normalized/stripped):
ωραιζω
IDX:
98407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98408
Key:

Data

{'content': 'beautify, adorn'}