Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ᾠοτόκος
ᾠοφαγέω
ᾠοφορέω
ᾠοφόρος
ᾠοφυλακέω
ὠπάζομαι
ὧπερ
ὠπή
ὥρα
ὤρα
ὥρα2
Ὧραι
ὡραΐζω
ὡραιόκαρπος
ὡραιοκόμος
ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡραϊσμός
View word page
ὥρα2
time, season, climate

ShortDef

[sacrificial victim]
time, season, climate

Debugging

Headword:
ὥρα2
Headword (normalized):
ὥρα
Headword (normalized/stripped):
ωρα2
IDX:
98405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98406
Key:

Data

{'content': 'time, season, climate'}