Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ᾠοτοκέω
ᾠοτοκία
ᾠοτόκος
ᾠοφαγέω
ᾠοφορέω
ᾠοφόρος
ᾠοφυλακέω
ὠπάζομαι
ὧπερ
ὠπή
ὥρα
ὤρα
ὥρα2
Ὧραι
ὡραΐζω
ὡραιόκαρπος
ὡραιοκόμος
ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
ὡραῖος
View word page
ὥρα
[sacrificial victim]

ShortDef

[sacrificial victim]
time, season, climate

Debugging

Headword:
ὥρα
Headword (normalized):
ὥρα
Headword (normalized/stripped):
ωρα
IDX:
98403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98404
Key:

Data

{'content': '[sacrificial victim]'}