Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ᾠοτοκεύς
ᾠοτοκέω
ᾠοτοκία
ᾠοτόκος
ᾠοφαγέω
ᾠοφορέω
ᾠοφόρος
ᾠοφυλακέω
ὠπάζομαι
ὧπερ
ὠπή
ὥρα
ὤρα
ὥρα2
Ὧραι
ὡραΐζω
ὡραιόκαρπος
ὡραιοκόμος
ὡραιόομαι
ὡραιοπολέω
ὡραιοπώλης
View word page
ὠπή
view, sight
ShortDef
view, sight
Debugging
Headword:
ὠπή
Headword (normalized):
ὠπή
Headword (normalized/stripped):
ωπη
IDX:
98402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98403
Key:
Data
{'content': 'view, sight'}