Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ᾦον
ὠόπ
ᾠόπωλις
ᾠοσκοπία
ᾠοσκύφιον
ᾠοτοκεύς
ᾠοτοκέω
ᾠοτοκία
ᾠοτόκος
ᾠοφαγέω
ᾠοφορέω
ᾠοφόρος
ᾠοφυλακέω
ὠπάζομαι
ὧπερ
ὠπή
ὥρα
ὤρα
ὥρα2
Ὧραι
ὡραΐζω
View word page
ᾠοφορέω
lay eggs
ShortDef
lay eggs
Debugging
Headword:
ᾠοφορέω
Headword (normalized):
ᾠοφορέω
Headword (normalized/stripped):
ωοφορεω
IDX:
98397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98398
Key:
Data
{'content': 'lay eggs'}