Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ᾠόν
ᾦον
ὠόπ
ᾠόπωλις
ᾠοσκοπία
ᾠοσκύφιον
ᾠοτοκεύς
ᾠοτοκέω
ᾠοτοκία
ᾠοτόκος
ᾠοφαγέω
ᾠοφορέω
ᾠοφόρος
ᾠοφυλακέω
ὠπάζομαι
ὧπερ
ὠπή
ὥρα
ὤρα
ὥρα2
Ὧραι
View word page
ᾠοφαγέω
eat eggs

ShortDef

eat eggs

Debugging

Headword:
ᾠοφαγέω
Headword (normalized):
ᾠοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ωοφαγεω
IDX:
98396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98397
Key:

Data

{'content': 'eat eggs'}