Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠνητικός
ὠνητός
ὠνήτωρ
ὠνιακός
ὤνιος
ὧννυ
ὠνομασμένως
ὦνος
ᾠοβραχής
ᾠόγαλα
ᾠογενής
ᾠογονέω
ᾠογονία
ᾠοειδής
ᾠοθεσία
ᾠοθυτικά
ὠοίφιον
ᾠόν
ᾦον
ὠόπ
ᾠόπωλις
View word page
ᾠογενής
born of an egg

ShortDef

born of an egg

Debugging

Headword:
ᾠογενής
Headword (normalized):
ᾠογενής
Headword (normalized/stripped):
ωογενης
IDX:
98379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98380
Key:

Data

{'content': 'born of an egg'}