Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαιγειρόομαι
ἀπαιδαγώγητος
ἀπαιδευσία
ἀπαιδευτέω
ἀπαίδευτος
ἀπαιδία
ἀπαιδοτρίβητος
ἀπαιθαλόω
ἀπαίθομαι
ἀπαιθριάζω
ἀπαιθύσσομαι
ἀπαίνυμαι
ἀπαιολάω
ἀπαιολέω
ἀπαιόλη
ἀπαιόλημα
ἀπαίρω
ἄπαις
ἀπαίσιος
Ἀπαισός
ἀπαΐσσω
View word page
ἀπαιθύσσομαι
flare, stream
ShortDef
flare, stream
Debugging
Headword:
ἀπαιθύσσομαι
Headword (normalized):
ἀπαιθύσσομαι
Headword (normalized/stripped):
απαιθυσσομαι
IDX:
9837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9838
Key:
Data
{'content': 'flare, stream'}