Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠνέομαι
ὠνή
ὤνημα
ὠνησείω
ὤνησις
ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητιάω
ὠνητικός
ὠνητός
ὠνήτωρ
ὠνιακός
ὤνιος
ὧννυ
ὠνομασμένως
ὦνος
ᾠοβραχής
ᾠόγαλα
ᾠογενής
ᾠογονέω
ᾠογονία
View word page
ὠνήτωρ
buyer

ShortDef

buyer

Debugging

Headword:
ὠνήτωρ
Headword (normalized):
ὠνήτωρ
Headword (normalized/stripped):
ωνητωρ
IDX:
98371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98372
Key:

Data

{'content': 'buyer'}