Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαθής
ἀπαιγειρόομαι
ἀπαιδαγώγητος
ἀπαιδευσία
ἀπαιδευτέω
ἀπαίδευτος
ἀπαιδία
ἀπαιδοτρίβητος
ἀπαιθαλόω
ἀπαίθομαι
ἀπαιθριάζω
ἀπαιθύσσομαι
ἀπαίνυμαι
ἀπαιολάω
ἀπαιολέω
ἀπαιόλη
ἀπαιόλημα
ἀπαίρω
ἄπαις
ἀπαίσιος
Ἀπαισός
View word page
ἀπαιθριάζω
to clear away

ShortDef

to clear away

Debugging

Headword:
ἀπαιθριάζω
Headword (normalized):
ἀπαιθριάζω
Headword (normalized/stripped):
απαιθριαζω
IDX:
9836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9837
Key:

Data

{'content': 'to clear away'}