Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
ὠμοχειρούργητος
ὠνατάς
ὠνέομαι
ὠνή
ὤνημα
ὠνησείω
ὤνησις
ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητιάω
ὠνητικός
ὠνητός
ὠνήτωρ
ὠνιακός
ὤνιος
ὧννυ
ὠνομασμένως
ὦνος
View word page
ὠνητέος
to be bought
ShortDef
to be bought
Debugging
Headword:
ὠνητέος
Headword (normalized):
ὠνητέος
Headword (normalized/stripped):
ωνητεος
IDX:
98366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98367
Key:
Data
{'content': 'to be bought'}