Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
ὠμοφόριον
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
ὠμοχειρούργητος
ὠνατάς
ὠνέομαι
ὠνή
ὤνημα
ὠνησείω
ὤνησις
ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητιάω
ὠνητικός
ὠνητός
ὠνήτωρ
ὠνιακός
View word page
ὠνή
a buying, purchasing
ShortDef
a buying, purchasing
Debugging
Headword:
ὠνή
Headword (normalized):
ὠνή
Headword (normalized/stripped):
ωνη
IDX:
98362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98363
Key:
Data
{'content': 'a buying, purchasing'}