Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
ὠμοφόριον
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
ὠμοχειρούργητος
ὠνατάς
ὠνέομαι
ὠνή
ὤνημα
ὠνησείω
ὤνησις
ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητιάω
ὠνητικός
View word page
ὠμοχειρούργητος
premature

ShortDef

premature

Debugging

Headword:
ὠμοχειρούργητος
Headword (normalized):
ὠμοχειρούργητος
Headword (normalized/stripped):
ωμοχειρουργητος
IDX:
98359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98360
Key:

Data

{'content': 'premature'}