Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
ὠμοφόριον
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
ὠμοχειρούργητος
ὠνατάς
ὠνέομαι
ὠνή
ὤνημα
ὠνησείω
ὤνησις
ὠνητέος
ὠνητής
View word page
ὠμόφρων
savage-minded, savage

ShortDef

savage-minded, savage

Debugging

Headword:
ὠμόφρων
Headword (normalized):
ὠμόφρων
Headword (normalized/stripped):
ωμοφρων
IDX:
98357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98358
Key:

Data

{'content': 'savage-minded, savage'}