Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
ὠμοφόριον
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
ὠμοχειρούργητος
ὠνατάς
ὠνέομαι
ὠνή
ὤνημα
ὠνησείω
ὤνησις
ὠνητέος
View word page
ὠμοφόρος
porter

ShortDef

porter

Debugging

Headword:
ὠμοφόρος
Headword (normalized):
ὠμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ωμοφορος
IDX:
98356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98357
Key:

Data

{'content': 'porter'}