Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
ὠμοφόριον
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
ὠμοχειρούργητος
ὠνατάς
ὠνέομαι
ὠνή
ὤνημα
ὠνησείω
ὤνησις
View word page
ὠμοφόριον
palliolum

ShortDef

palliolum

Debugging

Headword:
ὠμοφόριον
Headword (normalized):
ὠμοφόριον
Headword (normalized/stripped):
ωμοφοριον
IDX:
98355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98356
Key:

Data

{'content': 'palliolum'}