Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
ὠμοφόριον
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
ὠμοχειρούργητος
ὠνατάς
ὠνέομαι
ὠνή
ὤνημα
ὠνησείω
View word page
ὠμοφάγος
eating raw flesh, carnivorous (parox.)

ShortDef

eating raw flesh, carnivorous (parox.)

Debugging

Headword:
ὠμοφάγος
Headword (normalized):
ὠμοφάγος
Headword (normalized/stripped):
ωμοφαγος
IDX:
98354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98355
Key:

Data

{'content': 'eating raw flesh, carnivorous (parox.)'}