Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμότης
ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
ὠμοφόριον
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
ὠμοχειρούργητος
ὠνατάς
ὠνέομαι
ὠνή
ὤνημα
View word page
ὠμόφαγος
eaten raw (proparox.)

ShortDef

eaten raw (proparox.)

Debugging

Headword:
ὠμόφαγος
Headword (normalized):
ὠμόφαγος
Headword (normalized/stripped):
ωμοφαγος
IDX:
98353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98354
Key:

Data

{'content': 'eaten raw (proparox.)'}