Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοτάριχος
ὠμότης
ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
ὠμοφόριον
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
ὠμοχειρούργητος
ὠνατάς
ὠνέομαι
ὠνή
View word page
ὠμοφάγιον
a victim eaten raw

ShortDef

a victim eaten raw

Debugging

Headword:
ὠμοφάγιον
Headword (normalized):
ὠμοφάγιον
Headword (normalized/stripped):
ωμοφαγιον
IDX:
98352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98353
Key:

Data

{'content': 'a victim eaten raw'}